- μαγιά
- levure
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μάγια — Κοινή ονομασία της ζύμης. Βλ. λ. ζυμομύκητες ή ζύμες. * * * (I) η·θρησκειολ. σανσκριτική λέξη που σημαίνει μαγεία ή ψευδαίσθηση και αποτελεί θεμελιώδη έννοια τής ινδουιστικής φιλοσοφίας. (II) η ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών τής οικογένειας… … Dictionary of Greek
μαγιά — η (λ. τουρκ.) 1. το προζύμι, η πυτιά, η ζυθοζύμη: Για να φουσκώσει η ζύμη χρειάζεται μαγιά. 2. το πρώτο μικρό κεφάλαιο για το ξεκίνημα μιας επιχείρησης: Θέλω ν’ ανοίξω ένα κατάστημα αλλά δεν έχω τη μαγιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγιά — Κοινή ονομασία της ζύμης. Βλ. λ. ζυμομύκητες ή ζύμες. * * * η 1. κοινή ονομασία διαφόρων ειδών σακχαρομυκήτων που αποτελούν τις ζύμες και χρησιμοποιούνται ευρύτατα σε διαφόρους κλάδους τής βιομηχανίας 2. (ειδικά) η ξηρή συμπυκνωμένη μορφή με την… … Dictionary of Greek
μάγια — τα κάθε μέσο που χρησιμοποιείται για την άσκηση μαγείας, η μαγγανεία: Έκανε μάγια στον άντρα της για να μείνει κοντά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μάγια — Κοινή ονομασία της ζύμης. Βλ. λ. ζυμομύκητες ή ζύμες. * * * οι λαός Ινδιάνων τής Μέσης Αμερικής που ζουν στο νότιο Μεξικό, στη Γουατεμάλα και στο βόρειο Μπελίσε, μιλούν διάφορες γλώσσες τής φερώνυμης γλωσσικής οικογένειας και είχαν αναπτύξει στο… … Dictionary of Greek
Πλισέτσκαγια, Μάγια Μιχαήλοβνα — Ρωσίδα καλλιτέχνιδα του μπαλέτου. Αποφοίτησε από τη χορογραφική σχολή της Μόσχας το 1943 και προσλήφθηκε στο θίασο του θεάτρου Μπαλσόι. Ο πρώτος κύριος ρόλος της ήταν αυτός της Μάσα στο έργοΟ καρυοθραύστης του Τσαϊκόφσκι. Από τότε ερμήνευσε με… … Dictionary of Greek
Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
Ονδούρα — Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει ΒΔ με τη Γουατεμάλα, ΝΔ με το Ελ Σαλβαδόρ, Ν με τη Νικαράγουα. Βρέχεται Β από τη θάλασσα των Αντιλλών, και Ν έχει μια μικρή μόνο διέξοδο στον Ειρηνικό ωκεανό.Στην Ο. ανήκουν τα νησιά που βρίσκονται στον… … Dictionary of Greek
Ποπόλ Βουχ ή Γιουχ — Ιερό βιβλίο των Μάγια Κιτσέ, που κατοικούσαν στα υψίπεδα της Γουατεμάλας. Στους Μάγια, μετά την ισπανική κατάκτηση (16ος αι.), αναπτύχθηκε ανθούσα γραπτή φιλολογία σε ιθαγενή γλώσσα με λατινικά γράμματα: τοΠοπόλ Βουχ είναι το αξιολογότερο από τα… … Dictionary of Greek